φέρασπις

φέρασπις
φέρ-ασπις, ιδος, , ,
A shield-bearing, h.Mart.2, A.Ag.693 (lyr.), Pers.240 (troch.), AP7.152.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φέρασπις — shield bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρασπις — άσπιδος, ό, ἡ, Α αυτός που φέρει ασπίδα («φέρασπις Αἴας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ασπις (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. ῥίψ ασπις] …   Dictionary of Greek

  • φεράσπιδες — φέρασπις shield bearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεράσπιδος — φέρασπις shield bearing masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρασπι — φέρασπις shield bearing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • φερεσσακής — ές, Α (ποιητ.) 1. (για πρόσ.) αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις* 2. (για πράγμ.) αυτός από τον οποίο κρέμεται η ασπίδα ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + σσακής (< σάκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”